-
1 немец
-
2 немка
ж; м - немецη Γερμανίδα -
3 немка
немкаж ἡ Γερμανίδα [-ίς]. -
4 немка
[νιέμκα] ουσ. θ. Γερμανίδα -
5 немка
[νιέμκα] ουσ θ Γερμανίδα
См. также в других словарях:
Γκραφ, Στέφι — (Steffi Graff, Μανχάιμ 1969 –). Γερμανίδα τενίστρια. Ξεκίνησε την επαγγελματική της σταδιοδρομία το 1983, σε ηλικία μόλις 14 ετών, ως η νεότερη επαγγελματίας τενίστρια στον κόσμο. Στους Ολυμπιακούς αγώνες της Σεούλ, το 1988, κατέκτησε το χρυσό… … Dictionary of Greek
Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
Αγνή — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. η Αυστριακή (1280 – 1364). Κόρη του αυτοκράτορα Αλβέρτου A’ και της Ελισάβετ της Καρινθίας, σύζυγος από το 1296 του βασιλιά της Ουγγαρίας Ανδρέα Γ’. 2. Α. της Γαλλίας (1174 – 1220). Γαλλίδα πριγκίπισσα, κόρη του… … Dictionary of Greek
Αδελαΐδα — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σύζυγος του βασιλιά της Ιταλίας Λοθάριου B’ (947 949) και έπειτα του αυτοκράτορα Όθωνα Α’ (951 973). Όταν πέθανε ο Όθων, άσκησε καθήκοντα αντιβασίλισσας έως την ενηλικίωση του γιου της Όθωνα Γ’ (983 993). Ακολούθως… … Dictionary of Greek
Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… … Dictionary of Greek
Αρκάδιος — I (377 – 408 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (395 408).Ο πρώτος αυτοκράτορας του Βυζαντίου μετά την οριστική διαίρεση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τον πατέρα του Θεοδόσιο τον Μέγα σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Με αδύνατο χαρακτήρα, άβουλος… … Dictionary of Greek
Βέστεϊκ, Σίμον — (Simon Vestdijk, Χάρλινγκεν 1898 – Ουτρέχτη 1971). Ολλανδός συγγραφέας. Αφού πήρε το πτυχίο της ιατρικής στο Άμστερνταμ (1927), έκανεένα ταξίδι στις Ινδίες, ως γιατρός πλοίου. Στη συνέχεια ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη λογοτεχνία. Από τους πιο… … Dictionary of Greek
Βίγκμαν, Μέρι — (Mary Wigman, Ανόβερο 1886 – Βερολίνο 1973). Γερμανίδα χορεύτρια και χορογράφος. Ήταν μαθήτρια του Ρούντολφ φον Λάμπαν και αργότερα ίδρυσε στη Δρέσδη (1920) μια περίφημη σχολή χορού. Υπήρξε από τις σημαντικότερες εκπροσώπους του ελεύθερου χορού.… … Dictionary of Greek
Κόλβιτς, Κέτε Σμιντ — (Kathe Schmidt Kollwitz, Κένιξμπεργκ 1867 – Μόριτσμπουργκ, Δρέσδη 1945). Γερμανίδα γλύπτρια και χαράκτρια. Επηρεάστηκε από τις σοσιαλιστικές ιδέες της οικογένειάς της (ο παππούς της ήταν ιεροκήρυκας και είχε δημιουργήσει μια κοινότητα ελεύθερων… … Dictionary of Greek